σαγηνεύομαι

σαγηνεύομαι
σαγηνεύομαι, σαγηνεύτηκα, σαγηνε(υ)μένος βλ. πίν. 18

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σαγηνεύομαι — σαγηνεύω surround and take fish with a drag net pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπέσσω — και αττ. τ. περιπέττω, Α 1. (ιδίως σχετικά με το ψωμί) ψήνω καλά ωσότου σχηματιστεί κόρα ολόγυρα 2. παθ. περιπέσσομαι ντύνομαι («χλανίσι διαφανέσι περιπεπεμμένοι», Κωμ. Αδέσπ) 3. μτφ. συγκαλύπτω 4. φρ. α) «περιπέσσω ἀβλαβῶς» συγκαλύπτω χωρίς να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”